QUOTE από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
«Με μοναδική μαεστρία και μέσα από τρομερά ζωντανές περιγραφές, ο συγγραφέας – άριστος γνώστης ο ίδιος της εξέλιξης της τεχνολογίας από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας – κατορθώνει να συνθέσει μια ιστορία σχεδόν πιστευτή, από φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους ιστορικά γεγονότα. Η περιπέτεια κρατάει αδιάκοπο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, και περίπου τον υποχρεώνει να μοιράζεται την αγωνία των ηρώων της μέχρι τη στιγμή που, μέσα από καταιγιστική δράση, έρχεται η συγκλονιστική λύση του δράματος. Η επιστημονική φαντασία στα καλύτερά της».
Στέφανος Α. Παϊπέτης Ομότιμος Καθηγητής της Μηχανικής του Πανεπιστημίου Πατρών, διοργανωτής διεθνών συνεδρίων και συγγραφέας βιβλίων για την Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία και τον Αρχιμήδη.
Στέφανος Α. Παϊπέτης Ομότιμος Καθηγητής της Μηχανικής του Πανεπιστημίου Πατρών, διοργανωτής διεθνών συνεδρίων και συγγραφέας βιβλίων για την Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία και τον Αρχιμήδη.
από τις Προτάσεις Βιβλίων για το Καλοκαίρι 2014:
Είναι δυνατόν να μεταφέρουν τα γονίδιά μας τη μνήμη όσων έζησαν οι πρόγονοί μας; Μπορούν τα ανεξήγητα ακόμη θραύσματα της Ιστορίας και της Προϊστορίας να διασυνδέονται μεταξύ τους σε ένα απίστευτο σενάριο; Είναι πιθανόν τα όσα τώρα ανακαλύπτει η επιστήμη να είναι «επιστροφή στο μέλλον»; Οι απαντήσεις αρκούν για να γεμίσουν πολλά βιβλία, αλλά τη συρραφή τους σε μια ιλιγγιώδη περιπέτεια – που δρασκελίζει αιώνες και εκτείνεται από τις Συρακούσες μέχρι το Θιβέτ – θα βρείτε σε αυτό το αναπάντεχο και απολαυστικό μυθιστόρημα.
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=612822me
Superior Book
Κριτική από τον Πάνο Γιαννάκαινα, κριτικό λογοτεχνίας.
http://superiorbooks.gr/i-gefsi-tis-mnimis-kritiki/
Αν κάποιος Έλληνας συγγραφέας θα μπορούσε να επισκιάσει ακόμη κι ενός Ίαν Φλέμινγκ την γραφίδα, αυτός αναμφισβήτητα θα ήταν ο Τάσος Καφαντάρης!
Ο ευφάνταστος αυτός ηλεκτρολόγος μηχανικός, δημοσιογράφος, συντάκτης, αρχισυντάκτης και εκδότης (είμαι σχεδόν βέβαιος ότι έχω ξεχάσει αρκετές άλλες επαγγελματικές ιδιότητές του!), από τις πρώτες κιόλας σελίδες του πρώτου μυθιστορήματός του, μας σέρνει από την μύτη κυριολεκτικά: Ξεκινά την ιστορία του με νότες υπερφυσικού -κι εκεί που νομίζεις ότι πρόκειται να διαβάσεις ακόμη μια ιστορία εξωφρενικά παράξενη, σε «πολυβολεί»με τόσες ενδιαφέρουσες ιστορικές – τεχνικές γνώσεις, σε «λούζει» με ψήγματα Ιστορίας ανἀμεικτα με μυθολογικά credo και σου σερβίρει μαεστρικά ένα μάτσο εγκλήματα, που στο τέλος νιώθεις ανίκανος ν΄ αντιδράσεις!
Ο Τάσος Καφαντάρης είναι έμπειρος στο να πλάθει σενάρια. Διαθέτει τις γνώσεις να τα εμφανίσει με μανδύα αληθοφάνειας. Γράφει συνεκτικά, «στρογγυλά», δεν πλατειάζει μα ούτε και λακωνίζει, δεν παρασύρεται μα ούτε και παραμένει αθεράπευτα «σφικτός». Με λίγα λόγια, ξέρει να στήνει το σκηνικό του θανάτου, να ιντριγκάρει τους ήρωές του, να ηρεμεί τον αναγνώστη με ιστορήματα του παρελθόντος και ταυτόχρονα να ερεθίζει την φαντασία του για το μέλλον, για το τι πρόκειται να συμβεί. Τον διαβάζεις ευχάριστα, με μια μόνιμη υπόνοια ότι όλα ίσως… συμβαίνουν, κι εσύ απλώς δεν έχεις πάρει μυρωδιά!
Το πρώτο που αντιλαμβάνεσαι διαβάζοντας το Η γεύση της μνήμης είναι ότι ο συγγραφέας του διαθέτει όλα εκείνα τα προσόντα για να γράψει ένα… best reading. Συνδέει άρτια τους χωροχρόνους χωρίς να ξαφνιάζει, λαμβάνει τον βιορυθμό των πρωταγωνιστών του και τολμά πισωγυρίσματα με την ίδια ευκολία που εσύ αλλάζεις πουκάμισο! Σε παρασύρει στον μύθο, αλλά σου δίνει απτές, τρανταχτές αποδείξεις, σε βουλιάζει στο έγκλημα, μα ταυτόχρονα σε καθησυχάζει με την υποσχετική ότι όλα είναι μυθεύματα -κάτι που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις! Τόσο σε πείθει που, όταν αδιόρατα σου ομολογεί το παραμύθι του, μένεις κεραυνοβολημένος: Μα τι, διερωτάσαι με απόγνωση, όλα ήταν ψεύτικα;
Ναι, ψεύτικα, παραδέχεται ο συγγραφέας. Θα έπρεπε να το αντιληφθείς από την τελειότητα του ειρμού, την εκφραστικότητα της γλώσσας, την πλαστικότητα των γυναικείων κορμιών που σκοτώνουν για… χόμπι, την τραχύτητα του μέντορα αρχηγού τους, την φαεινότητα του κεντρικού ήρωα που, χάνοντας την τωρινή μνήμη του, αποκτά βιώματα από ένα παρελθόν που ποτέ του δεν έζησε και που, σαν γονιδιακή μνήμη, κατακλύζει τον εγκέφαλό του και ολόκληρο το είναι του.
Ποια είναι η αλήθεια; Μα φυσικά η ανθρώπινη πλευρά των πρωταγωνιστών, με όλα τα πάθη και τα λάθη τους, τις μικρές βιωματικές ιστορίες τους που δεν παύουν σε όλο το βιβλίο να κρατούν την αναλογία που δικαιούνται. Γιατί, όποτε χρειάζεται, ο στυλίστας Καφαντάρης ξέρει πολύ καλά να πετάει μακριά την δράση και τον μύθο και να καταγίνεται με τα απλά και ανθρώπινα. Γνωρίζει πώς να «σουλατσάρει» σε μονοπάτια ηθοπλασίας, να περιγράφει δεόντως τους χαρακτήρες των ηρώων του και -το βασικότερο- δίχως την παραμικρή δόση υπερβολής, ώστε όσο κι αν ψάξει κανείς δεν θα μπορέσει να βρει ίχνος από μελόδραμα. Ο συγγραφἐας δεν είναι πλασμένος για love stories και δακρύβρεχτα «μινουέτα» ψυχοσυναισθηματικών ρομάντζων. Ο χώρος του είναι η τεχνο-επιστήμη, το ένστικτό του η πλοκή, το έγκλημα και η τελική «κάθαρση»!
Το μόνο που με ανησυχεί είναι ότι ήδη, με το πρώτο αυτό μυθιστόρημα, ο Τάσος Καφαντάρης «υπέγραψε» μια λευκή επιταγή στον εκδότη του και κυρίως στο αναγνωστικό του κοινό: Θα δυσκολευτεί, άραγε, να κρατηθεί στο ύψος της ποιότητας που έθεσε τον εαυτό του με τούτο το έντεχνο «παραμύθι»του ή θα μας εκπλήξει ευχάριστα μ΄ ένα δεύτερο καθηλωτικό ανάγνωσμα;
Αλλά αυτό ίσως θα έπρεπε να ανησυχεί περισσότερο τον ίδιο…
Συμπέρασμα: Αν οι μέρες σας κυλούν νωχελικά, βαρετά, ανούσια, διαβάστε το Η γεύση της μνήμης. Να είστε σίγουροι πως… η μνήμη της γεύσης του θα κρατήσει πολύ!
Η περιπέτεια
|
Αντίδοτο στην Κρίση; «EΥΡΗΚΑ»! Κριτική από την Χριστίνα Ντόκου, Επ. Καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής - Ε. Κ. Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η ψυχολογία μας έχει διδάξει ότι ένας οργανισμός που βιώνει κάποια έντονη ή και τραυματική κρίση ενστικτωδώς θα επιστρέψει σε νηπιακές συμπεριφορές, αφενός δηλώνοντας την αδυναμία του να ανταπεξέλθει στο παρόν πρόβλημα και αφετέρου, κυρίως, αποζητώντας μέσα από αυτές τις συμπεριφορές την αντίστοιχη μητρική ανταπόκριση, την άμεση φροντίδα που θα εξαλείψει την απειλή. Αν επιπλέον δεχτούμε το αξίωμα που διατύπωσε ο Φρόιντ το 1929 στο Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας ότι και τα έθνη είναι δυνατό να βιώσουν καταστάσεις ψυχικής ανωμαλίας ανάλογες των ανθρωπίνων, με αντίστοιχο αντίκτυπο στη συμπεριφορά τους, αντιλαμβανόμαστε ότι η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που βιώνει με ξεχωριστή οξύτητα η χώρα μας την τελευταία πενταετία (κυρίως επειδή, κατά την ταπεινή μου άποψη, για εμάς η κρίση είναι μάλλον καθολικά πολιτισμική κι όχι απλά θέμα χρημάτων) προσφέρεται παραδειγματικά για τέτοιου τύπου θεωρήσεις—ιδιαίτερα εφόσον το συγκεκριμένο έθνος έχει καλλιεργήσει στο συλλογικό φαντασιακό του την ιδέα μιας «νηπιακής ηλικίας» όχι απλά εξιδανικευμένης, αλλά κατά παγκόσμια ομολογία θαυμαστής: τη εικόνα της ελληνικής αρχαιότητας στο σύνολό της, καθώς και της συνέχειάς της μέσω της Ελληνιστικής Μεσογείου και της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Έτσι οι Έλληνες επίδοξοι Φάουστ παρουσιάζουν την ιδιαιτερότητα του να αποζητούν από τον εκάστοτε Μεφιστοφελή όχι τη νεότητα, αλλά την… αρχαιότητα! Σε αυτόν ακριβώς τον εθνικό μας βάσανο απευθύνεται και το πρόσφατο μυθιστόρημα φαντασίας του Τάσου Καφαντάρη Η Γεύση της Μνήμης (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014) ως μια πρόταση παραμυθίας μέσω του παραμυθιού—με τον τρόπο που και ο προαναφερθείς Φρόιντ έβλεπε τη λογοτεχνία ως μία αγχολυτική άσκηση φαντασίας ενάντια στην καταπιεστική πραγματικότητα. Ο συγγραφέας, γνωστός και ιδιαίτερα αγαπητός αρθρογράφος στο BHMAscience, θέτει τις ειδικές επιστημονικές του γνώσεις στη μηχανική—αλλά και την αναγεννησιακού τύπου γενικότερη παιδεία του—στην υπηρεσία μιας περιπετειώδους μυθοπλασίας, αναπτύσσοντας το φανταστικό σε ένα υπόβαθρο πλεγμένο με αλήθειες και γεγονότα των επιστημών της ιστορίας, της αρχαιολογίας, της φυσικής και των κλάδων της. Η εναγώνια αναζήτηση ενός συνταξιούχου μαθηματικού να εξηγήσει γιατί βλέπει οράματα από το παρελθόν και ακούει μυστηριώδεις προφητικές φωνές τον οδηγεί σε ένα ταξίδι στο χώρο και τον χρόνο, συνεπικουρούμενο από μια ομάδα χαρακτήρων που μοιράζονται τόσο τη ζέση του για τις επιστήμες και το ιστορικό παρελθόν του Ελληνισμού, όσο και την αυξανόμενη σιγουριά του ότι τα όσα μεταφυσικά και συνωμοσιολογικά του συμβαίνουν είναι απολύτως βάσιμα και αληθινά. Η συνταγή αναμφίβολα θυμίζει το παγκόσμιο μπεστ-σέλλερ του Νταν Μπράουν, τον Κώδικα Ντα Βίντσι, όμως εδώ η εμπλοκή παρελθόντος και παρόντος πάει αρκετά βήματα παραπέρα από ένα κληροδότημα γνώσης. Η ικανότητα του καθηγητή Άρη Χιμήδη να βιώνει το παρελθόν και το ποιόν ενός ατόμου δοκιμάζοντας έστω και απειροελάχιστο από το αίμα του παραπέμπει τόσο στη συλλογική εθνική ιδέα μιας αδιάσπαστης ενότητας μεταξύ Ελληνικού παρελθόντος και παρόντος της οποίας συνεκδοχή αποτελεί εδώ ο διπλός έλικας του DNA (από τα «παιδιά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη» στη μετεμψύχωση του Αρχιμήδη), όσο και στην προαναφερθείσα φροϋδικότητα του κειμένου: θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο μοναχικός άρτι συνταξιούχος (με ότι κρίση για το αρσενικό είναι του μπορεί να περιλαμβάνει αυτή η συνταξιοδότηση) βιώνει μία ευτυχή επιστροφή-κάθεξη στο πρώτο στάδιο της βρεφικής ανάπτυξης, το στοματικό, όπου πρωταρχική πηγή γνώσης και απόλαυσης αποτελεί η επαφή με, και η ψηλάφηση από, το στόμα. Το μεγάλο ατού της αφήγησης του Καφαντάρη, όπως έχουν επισημάνει όλες σχεδόν οι μέχρι τώρα κριτικές του, είναι η «κινηματογραφικότητά» της: κι ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός, εφόσον πραγματικά η κάθε σκηνή δράσης—και σε αυτή την ξέφρενη κούρσα θήρευσης στοιχείων για τη λύση του αρχαίου μυστηρίου υπάρχουν πολλές—δίνεται με τρισδιάστατη λεπτομέρεια, καταιγισμό μοντάζ πλάνων, και επιμέλεια τόσο στη γεωγραφία-τοπογραφία όσο και στην αλληλουχία γεγονότων και δυνάμεων που την καθιστούν αρκετά αληθοφανή ώστε να χορεύει η αδρεναλίνη. Αν προσθέσουμε στο παραπάνω και ορισμένες ζουμερές αναφορές σε πρόσφατες καινοτομίες της τεχνολογίας και ιδιαίτερα της ρομποτικής, τις οποίες ο συγγραφέας σαφώς και γνωρίζει και ξέρει πώς να τις πλασάρει, έχουμε ένα κείμενο που αυτοοπτικοποιείται άμεσα και πληθωρικά, τόσο ως προς τις αστυνομικές-κατασκοπικές συμπλοκές του παρόντος όσο και ως προς τις μάχες και πολιορκίες του παρελθόντος που ο Καφαντάρης αναβιώνει με αξιοθαύμαστη προσοχή στη λεπτομέρεια (προσέξτε ιδιαίτερα τη σκηνή με τη Σιδερένια Χείρα του Αρχιμήδη). Είναι δηλωμένη βεβαίως και η επιθυμία του συγγραφέα να δει το κείμενο σε μορφή κινηματογραφικής ταινίας, εφόσον το έγραψε κιόλας με μια τέτοια κατάληξη κατά νου. Ο κινηματογράφος, άλλωστε, πολύ περισσότερο από την τηλεόραση λόγω των συγκεκριμένων συνθηκών πραγμάτωσής του, αποτελεί το κατ΄εξοχήν μέσο παραμυθίας ενός κοινού ταλαιπωρημένου με όσα συμβαίνουν έξω από τις σκοτεινές, ήσυχες μήτρες των αιθουσών προβολής. Ιδιαίτερα εδώ, η κινηματογραφική ταχύτητα με την οποία το συναρπαστικό παρελθόν εισβάλλει βίαια στο παρόν στην πλοκή του βιβλίου δεν αφήνει περιθώρια για ζοφερές σκέψεις σχετικά με το ποιόν του παρόντος αυτού. Κανένας από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος δεν είναι άνεργος ή έστω άεργος. Κι αυτό μας οδηγεί σε κάτι που ίσως θα πρέπει να προσέξει ο συγγραφέας στη συνέχεια του πονήματός του—και, από όσα διαμείβονται μεταξύ χαρακτήρων στο τελευταίο κεφάλαιο, είναι σίγουρο ότι έχει μία συνέχεια κατά νου—και αφορά στη δόμηση των χαρακτήρων του. Αφενός θα πρέπει να τους διαφοροποιήσει περισσότερο, καθώς στο συγκεκριμένο βιβλίο όλοι οι κύριοι αντρικοί χαρακτήρες εμφανίζονται λίγο-πολύ ως εκδοχές του συγγραφικού αρχετύπου (με κοινή ακόμα και την προτίμησή τους στο ουΐσκι!) και οι γυναικείοι είτε περιορίζονται σε ρόλο στερεοτυπικής αρωγού, που παρ’ όλο τον διάχυτο σεβασμό που φαίνεται να τρέφει για το ρόλο αυτό ο συγγραφέας δεν αρκεί, είτε σε εξίσου μονοδιάστατο ρόλο γυναίκας-αράχνης. Αφετέρου, καλό θα ήταν να λαμβάνεται υπόψη η συμβουλή του παππού Αριστοτέλη στην Ποιητική, ότι είναι καλύτερο να περιέχει η πλοκή πράγματα αδύνατα να συμβούν αλλά πιστευτά, παρά το αντίθετο: το να γνωρίζουν αυτομάτως όλοι οι συνδιαλεγόμενοι, ανεξαρτήτως ηλικίας ή στάτους, λεπτομέρειες ιστορίας, μυθολογίας, μηχανολογίας που θα ζήλευαν ειδικευμένοι επιστήμονες και να αλληλοπροτείνουν ρηξικέλευθρες θεωρίες αλληλοεπιβεβαιωνόμενες στη στιγμή μπορεί να προσομοιάζει στον Καφαντάρη και στην εκλεκτή του παρέα, αλλά δεν είναι κάτι πιστευτό για το μέσο αναγνώστη. Μακάρι να είχαμε όλοι και όλες τέτοια αντίληψη του πλούτου και των δυνατοτήτων του παρελθόντος μας, γιατί αυτή η παιδεία, πέρα από να είναι άμεσα πηγή περηφάνειας και αντίδοτο στο άγχος της κρίσης διασκεδάζοντας σενάρια αρχαιο-επιστημονικής φαντασίας, θα μας βοηθούσε ουσιαστικά να ανακτήσουμε τη χαμένη οργανική μας αξιοπρέπεια και ισορροπία ως άτομα και ως έθνος. Μακάρι επίσης να μπορούσαμε όλοι, σαν τον ήρωα του Καφαντάρη, να μετέχαμε αυτής της παιδείας με το ακαριαίο δοκίμασμα λίγου DNA στην άκρη της γλώσσας. Όμως, καλώς ή κακώς, η παιδεία αυτή κατακτάται αργά-αργά και με κόπους μιας ολόκληρης ζωής, και είναι καλό ένα μυθιστόρημα—ένα αφήγημα κατ’ εξοχήν αναπτυξιακό—ν’ αφιερώνει χρόνο για κάτι τέτοιο. Η γεύση που αφήνει λοιπόν Η Γεύση της Μνήμης είναι γλυκόπικρη γιατί εμπεριέχει, όπως κάθε κείμενο, τα στοιχεία τόσο της πραγμάτωσής της όσο και της αποδόμησής της: στοχεύει στο σημερινό Έλληνα της κρίσης, δίνοντάς του προνομιακή θέση παρακολούθησης της αποτροπής μιας συνωμοσίας που κανείς άλλος δεν αντιλαμβάνεται εξόν των μυημένων και των μυστικών (τους) υπηρεσιών, αλλά επιβεβαιώνει μία συμπαντική σημασία των καλών Ελλήνων έναντι των κακών (που παραπέμπουν, παρεμπιπτόντως, σε βορειοευρωπαίους ναζιστές επιδρομείς, κλείνοντας το μάτι στο αντιΜερκελικό μένος των ημερών…). Αυτά εντός της μυθοπλασίας. Αυτό που προσωπικά όμως βρήκα ωραιότατο ως πρόταση προκύπτει απ’ το βιβλίο ως εφαρμογή εκτός μυθοπλασίας: η ιδέα για την ανασύσταση της Ελέπολης και τη γενικότερη αναβίωση διασήμων γεγονότων της αρχαιότητας (πρώιμης και ύστερης) πραγματώνεται εδώ και δεκαετίες από άλλους λαούς με ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία και πολιτισμικό αντίκτυπο. Δεν πρόκειται μόνο για τουριστική ατραξιόν, αλλά για συνειδητοποιημένη μέθοδο διδασκαλίας της ιστορίας με τρόπο ζωντανό και συναρπαστικό, που μπορεί να δώσει στις νεότερες γενιές τη λαχτάρα του Λυκούργειου «Αμές δε γ’ εσσόμεθα πολλώ κάρρονες» που μας λείπει. Έχοντας δει αξιοσέβαστους καθηγητές πανεπιστημίου να πλακώνονται σαν μικρά παιδιά στο ξύλο με πανοπλίες και δόρατα από αφρολέξ στο Διεθνές Συνέδριο Μεσαιωνολογίας του Καλαμαζού, στο Μίσιγκαν, και νέα παιδιά να θυσιάζουν την κυριακάτικη σχόλη τους για να συμμετάσχουν, με στολές ραμμένες από τους ίδιους με απίστευτο μεράκι, στην αναβίωση μαχών του Αμερικανικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας, αναρωτιέμαι γιατί να μην είναι η επιστημονική φαντασία του Καφαντάρη πρόδρομος μιας μελλοντικής πραγματικότητας, με τον τρόπο που συχνά η επιστημονική φαντασία έχει προφητέψει μελλοντικές εφαρμογές. Το παιχνίδι, άλλωστε, είναι κι αυτό ένας φροϋδικός τρόπος επιστροφής, πέρα απ’ την κρίση, στη χαρούμενη, ελπιδοφόρα παιδική ηλικία — του μέλλοντός μας; |